P gallery
sculpture
DIETRICH-MOHR, 1924 - 2016
Dietrich-Mohr was born in Düsseldorf, Germany. He first attends The Academy of Fine Arts in Karlsruhe and in 1951 moves to Paris, where he continues his studies until 1953 at the “Academie de la Grande-Chaumière” in Ossip Zadkine’s studio.
In 1955 he participates for the first time in the Salon de la Jeune Sculpture. Since then his work is presented in many art fairs, such as Salon de Mai, FIAC, BRAFA, ART ÉLYSÉES and ART PARIS. From the 1960s onwards, he has many solo exhibitions, amongst others, organized by the Museums of Arras (1978), of Metz (1979), of Meudon (1989), of Le Mans (1990), the Modern Art Museum of Troyes (2002), the Museum of Evreux (2011), and the Eurélium in Chartres (2015).
From the end of the 1950s Dietrich-Mohr starts to work (directly) in metal. This allows him to create sculptures that reflect light. Characteristic for his work are groofed surfaces that create contrast with the smooth surfaces, thus creating layers that absorb the light differently. His sculptures consist of aerodynamic compositions of geometric shapes with openings that create a sense of movement and monumentality all at once. From the end of the 60s and throughout the 70s and 80s he makes monumental sculptures can be found in public places all over France and in acknowledgement of his achievements, he receives the « Medal des Arts de Academie d’Architecture de Paris » in 2003 for the entirety of his work. In 2015, one year before his death, he and his spouse create the Dietrich-Mohr Foundation.
DIETRICH-MOHR, 1924 - 2016
Ο Dietrich - Mohr γεννήθηκε το 1924 στο Düsseldorf της Γερμανίας. Σε ηλικία 23 ετών σπουδασε στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνων στο Krefled και στην Βασιλεία και συνέχισε τις σπουδές του στην Σχολή Καλών Τεχνών της Καρλσρούης. Το πάθος του ήταν να φτιάχνει μακέτες και να λαξεύει κατευθείαν πάνω σε ξύλο και πέτρα. Κατα τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, όπου δεν μπορούσε να δουλέψει πάνω στην γλυπτική, ζωγράφιζε. Μόλις είχε ανακαλύψει τον κυβισμό. Το 1944 πήγε στην Βιέννη όπου, κοντά στον ζωγράφο Hans Laurer - του οποίου δεν επέτρεπαν την εποχή εκείνη να εκθέστει τα έργα του - διδάχθηκε τις βασικές αρχές της ζωγραφικής.
Το 1951 βρέθηκε στο Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές του μέχρι το 1953, στο εργαστήριο του Ossip Zadkine, στην περίφημη ‘‘Academie de la Grande Chaumière’’. Το 1953 συμμετείχε στην πρώτη του ομαδική έκθεση στο Παρίσι. Ο Mohr λάτρευε τα ταξίδια και έτσι βρέθηκε στην Ιταλία για να μελετήσει την γλυπτική. Τον επόμενο χρόνο των σπουδών του, το 1954, βρήκε το πρώτο του στούντιο, στην Cité Falguière και ξεκίνησε να δουλεύει τα πρώτα του έργα σε πέτρα, ξύλο, τερακότα και μέταλλο. Την περίοδο αυτή, η γλυπτική του είναι περισσότερο παραστατική. Θα περάσει στην αφαίρεση από το 1958 και μετά. Το 1955 γνωρίστηκε με τον γλύπτη Etienne Martin και συμμετείχε στο Salon de la Jeune Sculpture το οποίο πραγματοποιήθηκε στους κήπους του Μουσείου Rodin. Το Salon είχε δημιουργηθεί από τους Pierre Descargues και Denys Chevalier ο οποίος έγραψε και για το έργο του Mohr.
Το 1960 ο Mohr άρχισε να κάνει τις πρώτες του ατομικές εκθέσεις. Την εποχή εκείνη, το να εκθέσουν γκαλερί μόνο γλυπτική ήταν σπάνιο. Όμως οι γκαλερί πίστεψαν στο έργο του καλλιτέχνη και το παρουσίαζαν συχνά. Το 1964 γνώρισε την αμερικανίδα Mary Ann με την οποία παντρεύτηκε το 1972. Το 1978 άλλαξε στούντιο και μεταφέρθηκε στην περιοχή Loir - et - Cher στο οποίο δημιούργησε πολλά μνημειακά έργα. Ο Mohr είναι κυρίως γνωστός για τα δημόσια έργα του. Υπάρχουν τριανταδύο γλυπτά του σε δημόσιους χώρους σε Γαλλία, Γερμανία αλλά και Κορέα.
Ο Mohr έλαβε μέρος σε πλήθος εκθέσεων. Ανάμεσα στις σημαντικές ατομικές εκθέσεις συγκαταλέγεται αυτή που πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί του Πανεπιστημίου του Παρισιού το 1963, η έκθεση του 1975 στην γκαλερί Paris - Sculpt στο Παρίσι, αυτή του 1979 στο Palais des Arts et de la Culture στη Βρέστη, του 1982 στο Μaison de la Culture στην Ορλεάνη, του 1989 στο Musée d’Art et d’Histoire στο Meudon, του 1991 στο μουσείο Haus Ludwig στο Saarlouis της Γερμανίας, του 2002 στο Musée d’Art Moderne de Troyes και του 2011 στο Musée d’Art, Histoire et Archéologie στο Evreux.
Στις σημαντικές ομαδικές εκθέσεις συμπεριλαμβάνονται η συμμετοχή του το 1962 στην Exposition Internationale du Petit Bronze στο Παρίσι και στην «Sculpture Contemporaine» στο μουσείο της Χάβρης, η έκθεση του 1964 στην «Deutsche Kunst im 20 Jahrundert» στο Musée d’Aix - la - Chapelle, η συμμετοχή του το 1973 στην περιοδική έκθεση σε νέα Ζηλανδία, Αυστραλία, Μεξικό και στη Βενεζουέλα με τίτλο «Sculpture française Contemporaine», η έκθεση «Un siècle de dessins de sculpteurs» που πραγματοποιήθηκε στα μουσεία του Calai και του Pau, στην έκθεση του 1986 «Varia Sculpture» στην Gare de l’Est του Παρισιού, στην έκθεση του 1993 «Tvaersnit» που πραγματοποιήθηκε στο Gl. Holtegaard της Κοπεγχάγης, στην έκθεση του 2000 «Sculpture» στην Casa Municipale de Cultura στην Cantanhede της Πορτογαλίας, το 2010 στην έκθεση «Du + Ich» στο μουσείο Haus Ludwig στο Saarlouis της Γερμανίας και το 2011 στην έκθεση «Formes et Lumière, la sculpture dans l’art construit» στο μουσείο Pierre - André Benoit στην Alès.
Ο Mohr έχει λάβει μέρος σε Salons (Salon de Mai, Salon de Mars, Salon de Montrouge, Salon d’ Angers κλπ), σε Μπιεννάλε και Τριεννάλε (7η Μπιεννάλε στην Καρράρα το 1973, 1η Μπιεννάλε στην Βρέστη το 1979, 2η Μπιεννάλε στην Βρέστη το 1981, Διεθνής Τριεννάλε Γλυπτικής στο Πότσναν της Πολωνίας το 2006 κλπ) καθώς και σε σημαντικές διεθνείς Foires (FIAC 1978, 1979, 1984, SAGA 1995, 1996, BRAFA 2012, PAD 2012 κλπ.). Το 2003 τιμήθηκε με το «Μετάλλειο Τεχνών της Ακαδημίας Αρχιτεκτονικής του Παρισιού» για το σύνολο του έργου του. Έργα του βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, ανάμεσά τους και τα μουσεία του Metz, Meudon και Euvreux. Το 2015 ίδρυσε με τη σύζυγό του το ‘‘Fonds de Dotation Dietrich - Mohr’’. Πέθανε το 2016.
Το έργο του, χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη δυναμική και από φόρμες που δημιουργούν αεροδυναμικές συνθέσεις. Τα γλυπτά του συνδυάζουν τη γεωμετρία με τα δυναμικά ανοίγματα και την ανάπτυξη κλειστών ανοιχτών σημείων στο χώρο, δημιουργώντας ένα αίσθημα παράλληλης κίνησης και επιβλητικότητας.