P gallery
sculpture
EDMÉE GUYON, 1931-
The singularity of Edmée Guyon’s work lies in its capacity to carry us away into a world of becoming, a never-ending 'movement towards’. Her work conveys a spiritual impetus that speaks of transformation into a more intense, more joyous sense of being. She does not represent an ideal state of being to be attained, but the joy of free action delivered from the strain of striving to achieve a goal designated solely by the will. To follow this path is to cultivate and cherish the divine spark that animates all life. She persuades us to dance, spring up and shine.
Edmée Guyon was born in Paris and has been working as a sculptress since 1948. She first exhibited in 1950 at the Salon des Artistes Français in the Grand Palais. Although largely self-taught, she studied with Marie-Josèphe Cotelle-Clère, known for her busts of General Leclerc and St Charles de Foucauld, at the Académie de la Grande Chaumière and with Joseph Rivière at the Académie Julian. After recovering from a brain haemorrhage in 1976 she found her own personal abstract style to express her quest for the essence, the inner truth: taut convex and concave volumes separated by fine ridges. The art historian Jean Selz has described it in this way: “Though an intellectual operation, abstraction in art takes on a new dimension when it goes beyond mere aesthetic research to achieve the expression of an idea, which only uses the object in order to transcend it …What she transmits to us with communicative fervour is what lives within her as the driving force of her creative power: the ardent vibration of an inner voice which resembles a hymn to life.”
Peace (1977) is the first work in this style. It is inspired by the experience of the Sahara and particularly the radiance of a Touareg woman with whom she stayed in a camp of nomads. In 1986 the theme of life as a soaring or occasionally a thwarted movement was superseded by the full and tender harmony of Mother Hope later accompanied by The Child. This work also announced an upward spiralling movement which found its most accomplished expression in The Angel (1999). In these years Edmée Guyon’s work became more and more diversified. The growing autonomy of each side of her sculptures led to The Sari (1997), which is no longer just one work seen from different angles, but four different works of art in one. Her work also acquired a new gravity. The theme of innocence no longer excludes the evocation of destructiveness and the two will unite in the victory – albeit tragic - of conscious innocence in Antigone (2004). In Prayer (2013) all the heart’s scars are transcended in one single heavenward movement. The answer to this prayer comes in Full Joy (2016). It is the visualisation of an encounter with the profusion and fullness of a bud bursting into flower, reaching for the sky, the promise of dynamic force. Currently Edmée Guyon is working on the theme of light and darkness.
Edmée Guyon has exhibited in 39 one-woman shows mainly in Paris. In 1983 her work was the last to be discovered and exhibited at Saint-Germain-des-Prés by Édouard Loeb, the art dealer of Max Ernst and Jean Arp and a famous figure in his own right. Otherwise the most remarkable shows have been at Alexandra Patsoglou’s Galerie Sculptures (1987), the Jacques Barrère Gallery (1990), the Anne-Marie Galland Gallery (1992) and the Gallery Het Cleyne Huys in the Hague (2002), which first marked the international recognition of her work. A complete retrospective took place in the Paris town hall of the 5th arrondissement in 2018. Edmée Guyon has also participated in 35 collective art salons, notably the second and third Triennale Européenne de Sculpture, Grands et Jeunes d’Aujourd’hui, the Salon de Mai, the sixth biennial exhibition of the ‘ Groupe 109 ’ and the Salon de Montrouge. Two works are in the public collections of the municipality of Granville (Manche). High up on the ramparts of the ancient town, one of these –Arrow Bird - faces the sea and the sky. In 1973 Edmée Guyon won the sculpture prize at the Salon de l’École Française held in the Musée du Luxembourg. In 1979 the Compagnie Navale des Pétroles (now a part of TotalEnergies) commissioned a monument to commemorate the victims of the explosion of the oil-tanker Bételgeuse at Bantry Bay in Ireland. 136 of Edmée Guyon’s sculptures are in private collections in France and abroad : Abu Dhabi, Berlin, Brussels, Hamburg, The Hague, London, Munich, New York, San Francisco, Tokyo and Vienna.
A 22-minute film in French is available on the “Actualités” (news) page of Edmée Guyon’s official website www.edmeeguyon.fr or on YouTube by typing in ‘ Edmée Guyon video ’.
A monograph and reasoned catalogue by Ronald McDougall titled ‘Edmée Guyon’ was published by Lelivredart (Paris, Montreux) in 2018. It is in English and French, fully illustrated in colour, available online and in bookshops. Edmée Guyon was also included in Jianou (Ionel), Xuriguera (Gérard) and Lardera (Aube), La Sculpture Moderne en France depuis 1950, Paris, Arted, 1982.
EDMÉE GUYON, 1931-
Η ιδιαιτερότητα του έργου της Edmée Guyon έγκειται στην ικανότητά του να μας παρασύρει στον κόσμο του γίγνεσθαι, σε μια ατέρμονη «κίνηση προς τα εμπρός ». Το έργο της μεταφέρει μια πνευματική ώθηση που μιλά για μεταμόρφωση σε μια πιο έντονη, πιο ευτυχή αίσθηση της ύπαρξης. Δεν αντιπροσωπεύει μια ιδανική κατάσταση ύπαρξης που πρέπει να επιτευχθεί, αλλά την ευχαρίστηση της ελεύθερης δράσης που απελευθερώνεται από την πίεση της προσπάθειας για την επίτευξη ενός στόχου που καθορίζεται αποκλειστικά από τη θέληση. Το να ακολουθήσει κανείς αυτό το μονοπάτι σημαίνει να καλλιεργήσει και να αγαπήσει τη θεϊκή σπίθα που ζωογονεί όλη τη ζωή. Μας πείθει να χορέψουμε, να ανθίσουμε και να λάμψουμε.
Η Edmée Guyon γεννήθηκε στο Παρίσι και ασχολείται με τη γλυπτική από το 1948. Για πρώτη φορά παρουσίασε τα έργα της το 1950 στο Salon des Artistes Français στο Grand Palais. Αν και αρχικά αυτοδίδακτη, μαθήτευσε δίπλα στη Marie-Josèphe Cotelle-Clère, γνωστή για τις προτομές του στρατηγού Leclerc και του St Charles de Foucauld, στην Académie de la Grande Chaumière και στον Joseph Rivière στην Académie Julian. Μετά την ανάρρωσή της από εγκεφαλική αιμορραγία το 1976, η Edmée Guyon ανέδειξε το δικό της προσωπικό αφηρημένο στυλ για να εκφράσει την πνευματική της αναζήτησή για την ουσία, την εσωτερική αλήθεια: τεντωμένοι κυρτοί και κοίλοι όγκοι που χωρίζονται από λεπτές κορυφογραμμές. Ο ιστορικός τέχνης Jean Selz το περιέγραψε με τον εξής τρόπο: «Αν και διανοητική πράξη, η αφαίρεση στην τέχνη αποκτά μια νέα διάσταση όταν υπερβαίνει την απλή αισθητική έρευνα για να επιτύχει την έκφραση μιας ιδέας, η οποία χρησιμοποιεί το αντικείμενο μόνο για να το υπερβεί [...] Αυτό που μας μεταδίδει με επικοινωνιακό πάθος είναι αυτό που ζει μέσα της ως κινητήρια δύναμη της δημιουργικής της ορμής: η φλογερή δόνηση μιας εσωτερικής φωνής που μοιάζει με ύμνο στη ζωή ».
Το « La Paix (Ειρήνη)» (1977) είναι το πρώτο έργο σε αυτό το ύφος της λυρικής αφαίρεσης. Είναι εμπνευσμένο από την εμπειρία της στη Σαχάρα και ιδιαίτερα από τη λάμψη μιας γυναίκας Τουαρέγκ με την οποία έμεινε σε ένα καταυλισμό νομάδων. Το 1986 το θέμα της ζωής ως μια ανερχόμενη ή ενίοτε ματαιωμένη κίνηση αντικαταστάθηκε από την πλήρη και τρυφερή αρμονία της « Mère-Espoir (Μητέρας Ελπίδας) » (1986) που συνοδεύτηκε αργότερα από το έργο « Enfant (Παιδί) ». Το έργο αυτό προανήγγειλε επίσης μια ανοδική σπειροειδή κίνηση που βρήκε την πιο ολοκληρωμένη της έκφρασή στο έργο « Ange (Άγγελος) » (1999). Στα χρόνια αυτά το έργο της Edmée Guyon διαφοροποιείται όλο και περισσότερο. Η αυξανόμενη αυτονομία κάθε πλευράς των γλυπτών της οδήγησε στο « Le Sari » (1997), το οποίο δεν είναι πλέον μόνο ένα έργο ιδωμένο από διαφορετικές οπτικές γωνίες, αλλά τέσσερα διαφορετικά έργα τέχνης σε ένα. Ταυτόχρονα, το βάρος πέφτει στο θέμα της αθωότητας που δεν αποκλείει πλέον τις αναφορές στην καταστροφική δύναμη, και οι δύο θα ενωθούν στη νίκη - αν και τραγική - της συνειδητής αθωότητας στο έργο « Antigone » (2004). Στο έργο « La Prière (Η Προσευχή) » (2013) όλα τα σημάδια της καρδιάς υπερβαίνονται σε μία ενιαία κίνηση προς τον ουρανό. Η απάντηση σε αυτήν την « Προσευχή » έρχεται με το έργο « Full Joy » (2016). Πρόκειται για την απεικόνιση μιας συνάντησης με την αφθονία και την πληρότητα ενός μπουμπουκιού που ξεφυτρώνει σε λουλούδι, που φτάνει μέχρι τον ουρανό, η υπόσχεση μιας δυναμικής δύναμης. Επί του παρόντος, η Edmée Guyon εργάζεται πάνω στο θέμα του φωτός και του σκότους.
Η Edmée Guyon έχει πραγματοποιήσει 39 ατομικές εκθέσεις κυρίως στο Παρίσι. Το 1983, το έργο της ήταν το τελευταίο που ανακάλυψε και εξέθεσε στο Saint-Germain-des-Prés ο διάσημος Édouard Loeb, έμπορος τέχνης των Max Ernst και Jean Arp. Κατά τα άλλα, οι πιο αξιοσημείωτες εκθέσεις της ήταν στην Galerie Sculptures της Αλεξάνδρας Πατσόγλου (1987), στην Galerie Jacques Barrère (1990), στην Galerie Anne-Marie Galland (1992) και στην Galerie Het Cleyne Huys στη Χάγη (2002) που σηματοδότησε για πρώτη φορά τη διεθνή αναγνώριση του έργου της. Μια αναδρομική έκθεση πραγματοποιήθηκε στο δημαρχείο του 5ου διαμερίσματος του Παρισιού το 2018. Η Edmée Guyon έχει επίσης συμμετάσχει σε 35 συλλογικά σαλόνια τέχνης, κυρίως στη δεύτερη και την τρίτη Triennale Européenne de Sculpture, στο Grands et Jeunes d'Aujourd'hui, στο Salon de Mai, στην έκτη διετή έκθεση του «Groupe 109» και στο Salon de Montrouge. Δύο έργα της βρίσκονται στις δημόσιες συλλογές του δήμου Granville στη Νορμανδία. Στην κορυφή των προμαχώνων της παλιάς πόλης, το ένα από αυτά « L’Oiseau-Flèche (To Πουλί-Βέλος) αντικρίζει τη θάλασσα και τον ουρανό. Το 1973 η Edmée Guyon κέρδισε το βραβείο γλυπτικής στο Salon de l’École Française που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι. Το 1979, η Ναυτική Εταιρία Πετρελαίων (που σήμερα ανήκει στην TotalEnergies) της ανέθεσε ένα μνημείο για να τιμήσει τα θύματα της έκρηξης του πετρελαιοφόρου Bételgeuse στον κόλπο Bantry Bay της Ιρλανδίας. 136 από τα γλυπτά της Edmée Guyon βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στη Γαλλία και στο εξωτερικό: Αμπού Ντάμπι, Βερολίνο, Βρυξέλλες, Αμβούργο, Χάγη, Λονδίνο, Μόναχο, Νέα Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο, Τόκιο και Βιέννη.
Μια ταινία διάρκειας 22 λεπτών στα γαλλικά είναι διαθέσιμη στη σελίδα «Actualités» (Νέα) στον επίσημο ιστότοπο της Edmée Guyon www.edmeeguyon.fr ή στο YouTube πληκτρολογώντας « Edmée Guyon video».
Μία μονογραφία και ένας Catalogue Raisonné του Ronald McDougall με τίτλο « Edmée Guyon » κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις LeLivred’Art (Παρίσι, Μοντρέ) το 2018. Πρόκειται για δίγλωσση έκδοση (αγγλικά/γαλλικά) έγχρωμη εικονογραφημένη έκδοση, διαθέσιμη στο διαδίκτυο και σε βιβλιοπωλεία. Η Edmée Guyon συμπεριλήφθηκε επίσης στην έκδοση των Ionel Jianou, Gérard Xuriguera και Aube Lardera, « La Sculpture Moderne en France depuis 1950 », εκδόσεις Arted, Παρίσι, 1982.
EDMÉE GUYON, 1931-
La singularité de l’œuvre d’Edmée Guyon réside dans sa capacité à nous emporter dans un monde du devenir, un « mouvement sans fin vers l’avant ». Son œuvre est porteuse d’un élan spirituel qui évoque la transformation vers un état d’être plus intense, plus heureux. Il ne s’agit pas d’un état idéal à atteindre, mais du plaisir de l’action libre affranchie du poids de la quête d’un but déterminé uniquement par la volonté. Suivre ce chemin, c’est cultiver et chérir l’étincelle divine qui anime toute vie. Guyon nous persuade de danser, de bondir et de briller.
Edmée Guyon est née à Paris et travaille comme sculptrice depuis 1948. Elle a exposé pour la première fois en 1950 au Salon des artistes français au Grand Palais. Bien qu’elle soit en grande partie autodidacte, elle a étudié avec Marie-Josèphe Cotelle-Clère, connue pour ses bustes du général Leclerc et de Saint Charles de Foucauld, à l’Académie de la Grande Chaumière ainsi qu’avec Joseph Rivière à l’Académie Julian. Après s’être remise d’une hémorragie cérébrale en 1976, Edmée Guyon a développé un style abstrait personnel pour exprimer sa quête spirituelle de l’essence, de la vérité intérieure : des courbes tendues et des volumes concaves, séparés par de fines arêtes. L’historien de l’art Jean Selz l’a décrite ainsi : « Opération intellectuelle, l’abstraction en art prend une dimension nouvelle lorsqu’elle dépasse la seule recherche esthétique pour atteindre à l’expression d’une idée qui ne se sert de l’objet que pour le transcender [...] ce qu’elle lui transmet avec une ferveur communicative, une ferveur qui nous atteint à travers les formes nées de son imagination, c’est ce qui l’habite elle-même comme énergie motrice de son pouvoir créateur : la vibration ardente d’une voix intérieure qui ressemble à un hymne à la vie. ».
« La Paix » (1977) est la première œuvre de ce style d’abstraction lyrique. Elle est inspirée par son expérience au Sahara et en particulier par l’éclat d’une femme touareg avec laquelle elle a séjourné dans un camp de nomades. En 1986, le thème de l’essor accompli ou brisé est dépassé par la plénitude tendre de « Mère Espoir », accompagnée plus tard de « L’Enfant ». Cette œuvre annonce également un mouvement ascensionnel en forme de spirale qui trouvera son accomplissement dans « L’Ange » (1999). Au cours de ces années, l’œuvre d’Edmée Guyon se diversifie. L’autonomie grandissante de chaque face de ses sculptures aboutit à « Le Sari » (1997), qui n’est plus une seule œuvre vue sous différents angles, mais quatre œuvres en une. Son travail a également acquis une nouvelle gravité. Le thème de l’innocence n’exclut plus des évocations de la force destructrice et débouche sur la victoire, certes tragique, de l’innocence lucide dans « Antigone » (2004). Dans « La Prière » (2013), toutes les cicatrices du cœur sont transcendées dans un unique mouvement vers le ciel. La réponse à cette « prière » vient dans « Pleine Joie » (2016). C’est la visualisation d’une rencontre avec la profusion et la plénitude d’un bourgeon qui éclate, tendu vers le ciel, promesse d’une force dynamique. Actuellement, Edmée Guyon travaille sur le thème de la lumière et de l’obscurité.
Edmée Guyon a réalisé 39 expositions personnelles, principalement à Paris. En 1983, son œuvre fut le dernier découvert et exposé à Saint-Germain-des-Prés par Édouard Loeb, le célèbre marchand d’art de Max Ernst et Jean Arp. Parmi les expositions les plus marquantes figurent celles à la Galerie Sculptures d’Alexandra Patsoglou (1987), à la Galerie Jacques Barrère (1990), à la Galerie Anne-Marie Galland (1992) et à la Galerie Het Cleyne Huys à La Haye (2002), qui marqua pour la première fois la reconnaissance de son œuvre à l’étranger. Une exposition rétrospective a eu lieu à la mairie du 5e arrondissement de Paris en 2018. Edmée Guyon a également participé à 35 salons d’art collectifs, notamment la deuxième et troisième Triennale Européenne de Sculpture, Grands et Jeunes d’Aujourd’hui, le Salon de Mai, la sixième Biennale du « Groupe 109 » et le Salon de Montrouge. Deux œuvres font partie des collections publiques de la municipalité de Granville (Manche). En haut des remparts de la vieille ville, l’une d’entre elles, l’« Oiseau-flèche », contemple la mer et le ciel. En 1973, Edmée Guyon obtient le prix de sculpture du Salon de l’École Française au Musée du Luxembourg. En 1979, la Compagnie Navale des Pétroles (aujourd’hui intégrée à TotalEnergies) commande à l’artiste un projet de monument pour commémorer les victimes de l’explosion du pétrolier Bételgeuse à Bantry Bay en Irlande. 136 sculptures d’Edmée Guyon se trouvent dans des collections privées en France et à l’étranger : Abu Dhabi, Berlin, Bruxelles, Hambourg, La Haye, Londres, Munich, New York, San Francisco, Tokyo et Vienne.
Un film de 22 minutes, tourné à Paris et Chausey, est disponible sur la page « Actualités » du site officiel d’Edmée Guyon www.edmeeguyon.fr ou sur YouTube en tapant « Edmée Guyon video ».
Une monographie et un catalogue raisonné par Ronald McDougall intitulé « Edmée Guyon » a été publié par Lelivredart (Paris, Montreux) en 2018. Il s’agît d’une édition bilingue (anglais/français), illustrée en couleur, disponible en ligne et en librairie. Edmée Guyon a également été incluse dans le livre de Ionel Jianou, Gérard Xuriguera et Aube Lardera, « La Sculpture Moderne en France depuis 1950 », Paris : éditions Arted, 1982.